ἀλάβης

ἀλάβης
ἀλάβης or [full] ἀλλάβης, ητος, , a Nile fish, Str.17.2.4, Ath.7.312b, Gp.20.7.1, POxy.1857.2 (vi A. D.); in Plin.HN5.51
A alabetes.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλαβής — ές [λαβή] αυτός που δεν έχει λαβή …   Dictionary of Greek

  • λεβίας — λεβίας, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας* (πρβλ. ξιφ ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”